- καλομαθαίνω
- (Μ καλομαθαίνω)συνηθίζω στην άνεση, στην ευμάρειανεοελλ.1. (μτβ.) διδάσκοντας μαθαίνω κάτι σε κάποιον καλά, διδάσκω κάποιον ορθά2. (αμτβ.) μαθαίνω εύκολα, κατανοώ πλήρως, μαθαίνω κάτι επαρκώς, καλοκαταλαβαίνω («τα μαθηματικά τά καλομαθαίνει»)3. (μτβ.) μαθαίνω σε κάποιον καλούς τρόπους, καλές συνήθειες, καλή συμπεριφορά4. μαθαίνω καλούς τρόπους, αποκτώ καλές έξεις5. εθίζω ή εθίζομαι στην καλοπέραση και στην ευκολία, κακοσυνηθίζω6. μέσ. καλομαθαίνομαιγίνομαι επαρκώς καταληπτός, γνωστός σε κάποιον7. παροιμ. α) «καλόμαθες, κακόμαθες» — η άκοπη καλοπέραση και τρυφηλότητα είναι κακόβ) «καλόμαθε η γριά στα σύκα» — δηλ. δύσκολα αποβάλλεται μια κακή έξη, όταν μάλιστα παρέχει ηδονή σε κάποιον8. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) καλομαθημένος, -η, -οα) αυτός που έχει καλούς τρόπους, καλή ανατροφήβ) κακομαθημένος, χαϊδεμένος, μαλθακός, συνηθισμένος στην άκοπη καλοπέραση.
Dictionary of Greek. 2013.