καλομαθαίνω

καλομαθαίνω
(Μ καλομαθαίνω)
συνηθίζω στην άνεση, στην ευμάρεια
νεοελλ.
1. (μτβ.) διδάσκοντας μαθαίνω κάτι σε κάποιον καλά, διδάσκω κάποιον ορθά
2. (αμτβ.) μαθαίνω εύκολα, κατανοώ πλήρως, μαθαίνω κάτι επαρκώς, καλοκαταλαβαίνω («τα μαθηματικά τά καλομαθαίνει»)
3. (μτβ.) μαθαίνω σε κάποιον καλούς τρόπους, καλές συνήθειες, καλή συμπεριφορά
4. μαθαίνω καλούς τρόπους, αποκτώ καλές έξεις
5. εθίζω ή εθίζομαι στην καλοπέραση και στην ευκολία, κακοσυνηθίζω
6. μέσ. καλομαθαίνομαι
γίνομαι επαρκώς καταληπτός, γνωστός σε κάποιον
7. παροιμ. α) «καλόμαθες, κακόμαθες» — η άκοπη καλοπέραση και τρυφηλότητα είναι κακό
β) «καλόμαθε η γριά στα σύκα» — δηλ. δύσκολα αποβάλλεται μια κακή έξη, όταν μάλιστα παρέχει ηδονή σε κάποιον
8. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) καλομαθημένος, -η, -ο
α) αυτός που έχει καλούς τρόπους, καλή ανατροφή
β) κακομαθημένος, χαϊδεμένος, μαλθακός, συνηθισμένος στην άκοπη καλοπέραση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καλομαθαίνω — 1 καλόμαθα, καλομαθημένος βλ. πίν. 176 2 καλοέμαθα βλ. πίν. 176 Σημειώσεις: καλομαθαίνω : ο τύπος καλόμαθα αντιστοιχεί στην έννοια → κακομαθαίνω, ενώ το καλοέμαθα στην έννοια → μαθαίνω κάτι καλά …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • καλομαθαίνω — καλόμαθα, καλομαθημένος 1. μαθαίνω κάτι σε κάποιον καλά: Μην του καλομαθαίνεις την τέχνη, γιατί θα σε ξεπεράσει. 2. κάνω κάποιον να αποκτήσει καλές συνήθειες: Αυτός είναι καλομαθημένος άνθρωπος. 3. κακοσυνηθίζω: Τον καλόμαθες να μην του χαλάς… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καλ(ο) — (AM καλ[ο]·) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β συνθετικό, πρβλ. καλό καρδος, καλο τάξιδος) με… …   Dictionary of Greek

  • καλομαθημένος — η, ο βλ. καλομαθαίνω …   Dictionary of Greek

  • μαθαίνω — και μανθάνω (AM μανθάνω, Μ και μαθαίνω) 1. αποκτώ γνώση ή γνώσεις με σπουδές, έρευνες, εξάσκηση ή πείρα, διδάσκομαι (α. «όσο ζω μαθαίνω» β. «ἀεὶ γὰρ ἡβᾷ τοῑς γέρουσιν εὖ μαθεῑν», Αισχύλ.) 2. γίνομαι κύριος μιας γνώσης, κάνω κτήμα μου αυτό που… …   Dictionary of Greek

  • καλοσυνηθίζω — καλοσυνήθισα, καλοσυνηθισμένος, καλομαθαίνω κάποιον: Καλοσυνήθισε στην τεμπελιά και του κακοφαίνεται η δουλειά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”